- ομφή
- (I)ὀμφή, ἡ (Α)1. φωνή θεού2. χρησμός που δίδεται από το εσωτερικό ιερού τόπου, μαντείου («βίον κατ' ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν», Σοφ.)3. γλυκιά και μελωδική, αρμονική φωνή4. φωνή, ήχος («μύθων τ' αὐδαθέντων δέξαιτ' ὀμφάν», Ευρ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφήφήμη θεία, κληδὼν θεία. φωνή, δόξα, πνοή, ὀνείρου φαντάσματα».[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., η οποία ανάγεται σε ΙΕ τ. *songwhā και αποτελεί παρ. ενός ρήματος *sengwh- «τραγουδώ», που μαρτυρείται στη Γερμανική (πρβλ. γερμ. singen «τραγουδώ», αγγλ. sing). Η ελλ. λ. ὀμφή αντιστοιχεί με το γοτθ. ουσ. αρσ. γένους saggws «τραγούδι, μουσική, απαγγελία» (για τη διαφορά γένους ανάμεσα στην ελλ. και γοτθ. λ. πρβλ. νόμος: νομή, τόμος: τομή). Τέλος, η λ. ὀμφή απαντά πιθ. ως α' συνθετικό στο κυπρ. ανθρωπωνύμιο ὈμφοκλέFης].————————(II)ὀμφή, λακων. τ. ὀμφὰ, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) α) «πνοή»β) «ὀμφὰὀσμή, Λάκωνες».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τών νέφος*, νεφέλη (για το αρκτικό ο- τής λ. πρβλ. ὀ-μφαλός*). Ανάλογη θεωρείται και η προέλευση τής λ. ὄμβρος*].
Dictionary of Greek. 2013.